- συργουλίζω
- Νκολακεύω, καλοπιάνω κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συργουλιστός — ή, ό, Ν [συργουλίζω] κολακευτικός. επίρρ... συργουλιστά Ν (τροπ.) με κολακείες … Dictionary of Greek
συργουλεύω — Ν συργουλίζω … Dictionary of Greek